- ωτίδα
- η зоол, дрофа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτίδα — (otis). Γένος πτηνών της οικογένειας των ωτίδων, που ανήκει στην τάξη των γερανόμορφων. Τα πουλιά αυτά ζουν στις παραμεσόγειες χώρες και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους φτάνει περ … Dictionary of Greek
ὠτίδα — ὠτίς bustard fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμωτίδα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία είδους τού μικρού αγριόγαλου, πτηνού γνωστού με την επιστημονική ονομασία Otis tetrax. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. λ. χαμ[αι] ) + ωτίδα (< ὠτίς, ίδος, ονομ. πτηνού)] … Dictionary of Greek
ωτίς — ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ βλ. ωτίδα … Dictionary of Greek
Φθιώτιδα — Φθῑώτιδα , Φθιῶτις to Phthia fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)